- κατεστημένος
- -η, -ο1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο κατεστημένο2. το ουδ. ως ουσ. το κατεστημένοα) αυτό που συνηθίζεται και εφαρμόζεται στην πολιτική, κοινωνική και οικονομική ζωή, η κατάσταση που επικρατείβ) ορισμένη κοινωνική τάξη ή ομάδα με συμφέροντα πολιτικά, οικονομικά, κοινωνικά, η οποία έχει τον έλεγχο και την καταδυναστευτική επιβολή πάνω στην πολιτική, οικονομική και κοινωνική ζωή μιας χώρας ή περιοχής.[ΕΤΥΜΟΛ. Μτχ. παρακμ. τού καθίσταμαι. Το ουσιαστικοποιημένο ουδ. το κατεστημένο είναι απόδοση ξεν. όρου, πιθ. τού αγγλ. establishment].
Dictionary of Greek. 2013.